κηρήθρα — η βλ. κερήθρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηριάζω — (Α) [κηρίον] (για το ψάρι πορφύρα, τού οποίου τα αβγά μοιάζουν με κηρήθρα) γεννώ αβγά όμοια με κηρήθρα … Dictionary of Greek
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek
μελίσσι — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Οικισμός (3 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται σε απόσταση 43 χλμ. ΝΑ της Τριπόλεως. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας. 2. Ακατοίκητος οικισμός του νομού Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γρεβενών … Dictionary of Greek
μελικηρίς — μελικηρίς, ή (ΑM) 1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου 2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος τού κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι 3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι,… … Dictionary of Greek
συνύφειαι — αἱ Α κηρήθρα τών μελισσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυφαίνω, λόγω τού ότι η κηρήθρα έχει μορφή πλέγματος] … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
γκωφρέ — αυτός που προεξέχει, ο ανάγλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaufre < gaufre «κυψέλη, κηρήθρα» λόγω τού σχήματός της] … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek